- διαβολικότητα
- [-ης (-ητος)] η дьявольщина, чертовщина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβολικότητα — η η ιδιότητα του να είναι κανείς διαβολικός: Η διαβολικότητα της σκέψης του δείχνει το τι είναι ικανός να κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβολικότητα — η 1. η πανουργία 2. η μοχθηρότητα 3. η σατανικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Χαρίσιο Παπαμάρκου] … Dictionary of Greek
μεφιστοφελισμός — ο 1. ο τρόπος τού Μεφιστοφελή, η συμπεριφορά με πανουργία και σατανικότητα 2. διαβολικότητα, σατανικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεφιστοφελής* + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek